δοθιήνας

δοθιήνας
Φλεγμονή του θυλάκου της τρίχας που εξελίσσεται σε πυώδη συλλογή (απόστημα). Συνηθέστερα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο και μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε περιοχή του σώματος, εκτός από τις παλάμες και τα πέλματα όπου δεν υπάρχουν τρίχες. Η μόλυνση ευνοείται από γενική εξασθένιση του οργανισμού, τραύμα ή σακχαρώδη διαβήτη. Η συνάθροιση περισσότερων δ. σε μια περιορισμένη περιοχή του δέρματος σχηματίζει κοινή φλεγμονώδη διήθηση (ψευδάνθρακα), που όταν εντοπίζεται στην περιοχή του προσώπου αποκαλείται σύκωση. Αν υπάρχει τάση υποτροπής στην ίδια ή σε άλλες περιοχές του σώματος (δοθιήνωση) είναι απαραίτητος ο έλεγχος για υποκείμενη αιτία. Η θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει την τοπική ή συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών και τη διευκόλυνση της ωρίμανσης και κένωσης του αποστήματος. Σε περίπτωση υποκείμενης αιτίας είναι αναγκαία η αντιμετώπισή της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δοθιήνας — ο μεγάλο σπυρί, βουζούνι, καλόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοθιῆνας — δοθιήν small abscess masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιάθονας — ο είδος εξανθήματος, ιδίως τών μαστών τών ζώων, ο γιόθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από συμφυρμό τών γιόθος και δοθιήνας με προθετ. α και με αφομοίωση τού ο] …   Dictionary of Greek

  • αιματάς — ο [αίμα] αιματώδης δοθιήνας, μεγάλος, γεμάτος αίμα, αλλά όχι πυώδης, καλόγερος, διάσονας …   Dictionary of Greek

  • διάσωνας — και διάθονας, ο ο δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. που δίνει εσφαλμένα την εντύπωση ότι είναι σύνθετη με α συνθετικό το διά (πρβλ. υδράργυρος διάργυρος, διαφεντεύω δηφεντεύω)] …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • λουθουνάρι — το φλεγμονώδες εξάνθημα τού δέρματος, καλόγηρος, δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δοθηνάριον, υποκορ. τού δοθιήν, με τροπή τού δ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • μελανθράκη — μελανθράκη, ἡ (Μ) αποστηματώδες οίδημα τού δέρματος, δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἄνθραξ (βλ. και λ. μαλαθράκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”